Από τη μια η συνέπεια στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων όταν σύσσωμο το πολιτικό και συνδικαλιστικό κατεστημένο αναγόρευε κάθε στρέβλωση στην αγορά και την κοινωνία σε «κεκτημένο». Από την άλλη η ευκαιριακή κι αποσπασματική αναφορά σε διαρθρωτικές αλλαγές υπό την πίεση του ΔΝΤ και με σωρεία ενδογενών αντιδράσεων.
Από τη μια να συνυπολογίζεται η εκτόξευση του χρέους στα επόμενα χρόνια (άλλωστε κυρίως για κρίση χρέους δεν μιλάμε;) και να προτείνονται άμεσα μέτρα για να προκύψουν το συντομότερο πλεονάσματα που θα το αποκλιμακώσουν. Από την άλλη να εμμένουν στην ανατροφοδότηση της ύφεσης, του χρέους και τελικά παρά την εμμονή στη δημοσιονομική προσαρμογή να προκύπτει νέα αύξηση στο έλλειμμα
Από τη μια να διδάσκεσαι από τα παραδείγματα άλλων χώρων όπως η Ιρλανδία που παρά την οικτρή οικονομική της κατάσταση κατόρθωσε με σοβαρή διαπραγμάτευση να διατηρήσει τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, να αυξήσει σταδιακά το ΦΠΑ κλπ. Από την άλλη να θεωρούν την πλήρη υποταγή στα κελεύσματα του χρηματοπιστωτικού κατεστημένου, ως δεδομένη.
Από τη μια να αντιλαμβάνεσαι την οικονομία ως κοινωνικό συστατικό που συχνά κλυδωνίζεται από τους ίδιους συναισθηματικούς όρους που διέπουν κάθε ανθρώπινη αλληλεπίδραση, και να αναζητείς την ελπίδα στην ενίσχυση ενός κλίματος αξιοκρατίας, ισονομίας και διαφάνειας. Από την άλλη να αντιμετωπίζεις μηχανιστικά με πεπαλαιωμένες θεωρητικές προσεγγίσεις, ζητήματα που ξεπερνούν τα μέχρι σήμερα δεδομένα και να αναζητείς την ελπίδα μέσα από την εμπέδωση του φόβου.
Τόσο διαφορετικές είναι οι δυο οπτικές. Κι αυτό αρχίζει πλέον να γίνεται ευρέως αντιληπτό. Αντιληπτό από την αγορά που δεν μπορεί να αντιδράσει στον τυφώνα των λουκέτων. Αντιληπτό από τις οικογένειες που βιώνουν την ανεργία και την αδυναμία ανταπόκρισης σε βασικές ανάγκες. Αντιληπτό από τους ντόπιους και διεθνείς οικονομικούς κύκλους που προτρέπουν για την ταχύτατη δημιουργία πλεονασμάτων, αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε με βεβαιότητα στη χρεοκοπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου